(ἐ. καὴ στήμων Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφυφή — ἐφυφή, ἡ (Α) υφάδι, φάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑφή] … Dictionary of Greek
ἐφυφήν — ἐφυφή woof fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)